- φυτοσπόρος
- φυτοσπόροςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυτοσπόρος — ον, ΜΑ μτφ. (για πατέρα) αυτός που γεννά μσν. εκκλ. αυτός που διαδίδει τη χριστιανική πίστη αρχ. 1. αυτός που πολλαπλασιάζει φυτά με τη χρησιμοποίηση σπόρου 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ φυτοσπόρος ο πατέρας 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ φυτοσπόροι α)… … Dictionary of Greek
φυτοσπόρον — φυτοσπόρος masc/fem acc sg φυτοσπόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτοσπόρου — φυτόσπορος planting masc/fem/neut gen sg φυτοσπόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτοσπόρους — φυτόσπορος planting masc/fem acc pl φυτοσπόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτοσπόρων — φυτόσπορος planting masc/fem/neut gen pl φυτοσπόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτοσπόρῳ — φυτόσπορος planting masc/fem/neut dat sg φυτοσπόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτοσπόρα — φυτοσπόρος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτοσπόρε — φυτοσπόρος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρισπόρος — ον, Α πυρίσπαρτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. φυτοσπόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργητική σημασία] … Dictionary of Greek
φυτοσπορία — ἡ, Α [φυτοσπόρος] πολλαπλασιασμός φυτών με τη χρήση σπόρων … Dictionary of Greek